- αγριώνω
- (Μ) (Α ἀγριῶ, -όω)1. κάνω κάποιον ή κάτι άγριο, εξαγριώνω, ερεθίζω2. παθ. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαινεοελλ.προξενώ φόβο σε κάποιον, τόν αγριεύωαρχ.παθ.1. είμαι άγριος, βρίσκομαι σε άγρια κα τάσταση2. είμαι ατημέλητος, αχτένιστος3. είμαι άγριος, σκληρός, βάναυσος4. (για πληγές) ερεθίζομαι, κακοφορμίζω5. φρ. «ἠγριωμένον πέλαγος», τρικυμιώδες πέλαγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος.ΠΑΡ. νεοελλ. αγρίωμα].
Dictionary of Greek. 2013.